λούστρος

λούστρος
ο
1) чистильщик обуви; 2) см. λούστρο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λούστρος" в других словарях:

  • λούστρος — ο 1. στιλβωτής υποδημάτων 2. το λούστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro] …   Dictionary of Greek

  • λούστρος — ο (λ. ιταλ.), ο στιλβωτής παπουτσιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουστράδικο — και λουστρατζήδικο, το [λούστρος] στιλβωτήριο …   Dictionary of Greek

  • στιλβωτής — ο, ΝΑ [στιλβῶ, ώνω] 1. τεχνίτης που ασχολείται με το στίλβωμα διαφόρων επιφανειών 2. επαγγελματίας που ασχολείται με το βάψιμο και το γυάλισμα παπουτσιών, λούστρος …   Dictionary of Greek

  • υποδηματοκαθαριστής — ο, Ν 1. ο εργαζόμενος σε υποδηματοκαθαριστήριο 2. στιλβωτής υποδημάτων, λούστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + καθαριστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • Βαμβακάρης, Μάρκος — (Άνω Χώρα, Σύρος 1905 – Πειραιάς 1972). Λαϊκός συνθέτης, τραγουδιστής και μουσικός. Αφού πέρασε από κάθε είδους επαγγέλματα (εφημεριδοπώλης, λούστρος, μανάβης, λαχειοπώλης, υπάλληλος γραφείου κηδειών, αχθοφόρος, εκδορέας σε σφαγεία) κατέληξε στο… …   Dictionary of Greek

  • βερνικωτής — ο αυτός που επάγγελμά του είναι να βερνικώνει, ο λουστραδόρος, ο λούστρος, ο στιλβωτής: Εργάζεται σ’ ένα επιπλοποιείο ως βερνικωτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στιλβωτής — ο αυτός που στιλβώνει, λούστρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»